- απαραίτητος
- indispensable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀπαραίτητος — not to be moved by prayer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… … Dictionary of Greek
απαραίτητος, -η — ο επίρρ. α απόλυτα αναγκαίος: Στην υπόθεση αυτή η βοήθειά σου είναι απαραίτητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαραιτήτως — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer adverbial ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραίτητον — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc sg ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραιτήτοις — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραιτήτου — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραιτήτους — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραιτήτων — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραιτήτῳ — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραίτητα — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)